χυλοποίηση

χυλοποίηση
η
πολτοποίηση, μετατροπή των τροφών σε χυλό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χυλοποίηση — η / χυλοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. χιλοποίησις Α [χυλοποιῶ] μετατροπή τών τροφών σε χυλό κατά τη διαδικασία τής πέψης νεοελλ. πολτοποίηση …   Dictionary of Greek

  • χυλοποιήσῃ — χυλοποιήσηι , χυλοποίησις make into fem dat sg (epic) χυλοποιέω make into aor subj mid 2nd sg χυλοποιέω make into aor subj act 3rd sg χυλοποιέω make into fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… …   Dictionary of Greek

  • λειώσιμο — το [λειώνω] τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση 2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα 3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα …   Dictionary of Greek

  • χιλοποίησις — ποιήσεως, ἡ, Α (μτγν«τ.) βλ. χυλοποίηση …   Dictionary of Greek

  • χυλοποιητικός — ή, ό, Ν αυτός που συντελεί στη χυλοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • χύλωση — η / χύλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χυλῶ / ώνω] 1. η χυλοποίηση τών τροφών κατά την πέψη 2. πύκνωση ενός χυμού με βρασμό …   Dictionary of Greek

  • χυλοποιητικός — ή, ό αυτός που προκαλεί χυλοποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χύλωση — η χυλοποίηση, μετατροπή των τροφών σε χυλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”